Καρναβάλια της ανατροπής και καρναβάλια της υποταγής

gelot-bw

Ο τύπος εκείνος της γιορτής, που σήμερα ονομάζεται καρναβάλι, πηγάζει από τη λαϊκή παράδοση κι από τις εμπειρίες της αγροτικής κοινωνίας, ριζώνει βαθιά στο χρόνο, όμως εμπλουτίζεται συνεχώς και διαμορφώνεται σε άμεση αλληλεπίδραση με την ανθρώπινη κοινωνία. Με μια πιο προσεχτική ματιά στη δομή και τη λειτουργία του καρναβαλιού, αποκαλύπτεται μια θεώρηση της σχέσης του ανθρώπου με το σύμπαν, η δυναμική της οποίας συντρίβει τα σύνορα και τους φραγμούς, που εμείς οι ίδιοι έχουμε υψώσει μεταξύ μας κι ανάμεσα σ’ εμάς και τον κόσμο που μας περιβάλλει.

Ο στοχαστής και θεωρητικός της λογοτεχνίας Μιχαήλ Μπαχτίν, μέσα από το βιβλίο του για τον Ραμπελαί (1965), ανάγει τις φαινομενικά ετερόκλητες μορφές του λαϊκού γέλιου σ’ έναν κοινό παρονομαστή, που είναι το καρναβάλι. Η πορεία του καρναβαλιού συνδέεται με τη λειτουργία του λαϊκού γέλιου στην εκάστοτε εποχή. Και τα δύο συνιστούν εκφράσεις μιας παράδοσης μακραίωνης και πολυεθνικής, που τη χαρακτηρίζει ενότητα στις μορφές, από την αρχαιότητα έως σήμερα, από τις αγροτικές τελετές ως τα αστικά καρναβάλια.

Το καρναβαλικό γέλιο έχει διττή λειτουργία, λυτρωτική κι ανατρεπτική. Η πρώτη είναι εσωτερική, η δεύτερη στρέφεται εναντίον των αρχών και κάθε μορφής λογοκρισίας. Το καρναβάλι, είτε αυτό είναι αστικό είτε αγροτικό, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μετατρέπεται σε γνήσιο λαϊκό δικαστήριο, κάποτε εξαιρετικά επίφοβο για τους κρατούντες. Η λυτρωτική αξία του γέλιου έγκειται στο ότι αυτό προσφέρει στον άνθρωπο εσωτερική απελευθέρωση, από ένα φόβο ριζωμένο μέσα του εδώ και χιλιάδες χρόνια, από το μεγάλο εσωτερικό λογοκριτή. Απομυθοποιεί το ιερό και λυτρώνει από τα δεσμά του φόβου, τους περιορισμούς της επίσημης αλήθειας και των αυταρχικών απαγορεύσεων. Το καρναβαλικό γέλιο, αποδομεί τον παρόντα κόσμο και οικοδομεί έναν άλλο, ουτοπικό.

Η «γλώσσα»του γέλιου κι αυτή του καρναβαλιού συνιστούν ουσιαστικά μία πολύμορφη «γλώσσα», που εκφράζεται με το λόγο, την εικόνα, την κίνηση, τη χειρονομία και τη μιμική του σώματος, για να διατυπώσει τις ίδιες βασικές αντιλήψεις, που μπορούν να συνοψιστούν στη διαλεκτική της μωρίας ως άλλης σοφίας, συνεπώς στην ιδέα της σχετικότητας. Η «καρναβαλική τρέλα» εκφράζεται με τη συνεχή εναλλαγή άρνησης και κατάφασης. Από τη μια μεριά πρεσβεύει την αμφισβήτηση, την ανατροπή της τάξης, τη ρήξη με την πραγματικότητα, την αναστολή όλων των κανόνων και, γενικότερα, την κατάργηση της κοινωνίας ως ιεραρχικής δομής. Από την άλλη, προσκαλεί σ’ ένα χαρούμενο εορτασμό της ανακύκλησης των εποχών και της αναγέννησης του κόσμου κι εγκαθιδρύει μια ουτοπική κοινότητα. Έτσι δομείται ο ανάποδος κόσμος της καρναβαλικής ουτοπίας.

Η εορταστική μέθη, η μάσκα και η μεταμφίεση γίνονται φορείς του καρναβαλικού κώδικα. Από αυτόν αναδύονται ιδέες όπως αυτή της ελευθερίας, της ένωσης των αντιθέτων, της αλλαγής, της αναγέννησης της φύσης και του ανθρώπου, της κατάργησης της ταυτότητας και της ατομικότητας και της αντικατάστασής της από το συλλογικό και τη δυναμική της κοινότητας. Πρόκειται για μια φιλοσοφία, που κηρύττει την ένωση του «εγώ» με την αρχέγονη κοσμική και συλλογική του ρίζα και τη συγχώνευσή του σε ένα ομαδικό σώμα, που, μέσω της δημιουργικότητάς του, κατακτά μια μορφή αθανασίας.

Ακολουθώντας συνοπτικά την πορεία του καρναβαλιού μέσα στο χρόνο, στον ευρωπαϊκό χώρο κυρίως, εντοπίζουμε καρναβαλικές πρακτικές, που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιογένεια. Οι πρωτόγονες παγανιστικές γιορτές και τα λαϊκά πανηγύρια εξακολουθούν να τελούνται κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σε όλη την Ευρώπη –κι όχι μόνο– και μέχρι τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης. Από τη γιορτινή αγορά του Μεσαίωνα, όπου το καρναβάλι χειραφετεί τους ανθρώπους από τη μεσαιωνική καταπίεση κι εκφράζει την ανεπίσημη αλήθεια του λαού, ενάντια στο επίσημο φεουδαρχικό σύστημα, η γλώσσα του καρναβαλιού και ο «λαϊκός πολιτισμός του γέλιου» θα διεισδύσουν στο οικοδόμημα του επίσημου πολιτισμού και ιδιαίτερα στη λογοτεχνία της Αναγέννησης, όπου θα χρησιμοποιηθούν για να εκφράσουν την καινούρια συνείδηση της εποχής. Η καρναβαλική «γλώσσα» φορτίζεται με καινούργια ιδεολογικά σημαίνοντα, για να υπηρετήσει τους στόχους του Ουμανισμού, αμφισβητώντας ταυτόχρονα το συντηρητισμό του Μεσαίωνα. Το 17ο αιώνα η πλούσια και πολύχρονη αυτή παράδοση, αφού έχει ήδη σημαδέψει τη διανόηση και την τέχνη, αρχίζει να εκφυλίζεται και ν’ αποκόβεται σταδιακά από τις λαϊκές της ρίζες.

Με τη διαμόρφωση του κράτους και του ταξικού καθεστώτος, η κωμική μορφή υποβιβάζεται. Η νέα αστική τάξη, από τη στιγμή που σταθεροποιείται, δεν έχει πια ανάγκη τη γλώσσα του καρναβαλιού για να διατυπώσει τις αξίες της, οι οποίες έχουν πια αποκρυσταλλωθεί ως «αιώνιες αλήθειες». Οι αξίες αυτές, που είναι η σταθερότητα του κόσμου και η μονοσημία των εννοιών, οι αστικοί κανόνες καλής συμπεριφοράς, ο κλασικός κανόνας για την αναπαράσταση του σώματος και η ιδιωτικοποίηση του τελευταίου –αντιλήψεις διαμετρικά αντίθετες από αυτές που δέσποζαν στο καρναβάλι της πρώιμης Αναγέννησης– καθρεφτίζουν τον ορθολογιστικό και ατομικιστικό προσανατολισμό ενός πολιτισμού, μέσα στον οποίο η καρναβαλική «τρέλα», οι συλλογικές αξίες, η εξίσωση των αντιθέτων και το γκροτέσκο σώμα, δεν έχουν πια θέση, παρά μόνο στο περιθώριο. Οι νέοι αισθητικοί κανόνες οριοθετούν αυστηρά την περιοχή, τη λειτουργία και τα είδη του κωμικού. Η έκφραση των σημαντικών και ουσιωδών θεμάτων δε νοείται πια, μέσω αυτού.

Η παρακμή αυτή θα συνεχιστεί στους επόμενους αιώνες, όπου το καρναβάλι θα χειραφετηθεί από τις εκάστοτε εξουσίες και θα μετατραπεί σε θέαμα προς κατανάλωση για το λαό, το μοναδικό δημιουργό του, άλλοτε. Το καρναβάλι καταλήγει να «κρατικοποιηθεί», προκειμένου η εξουσία να ελέγξει το λαϊκό αυθορμητισμό και να τον περιχαρακώσει σε οργανωμένα πλαίσια. Η αυθόρμητη κι επαναστατική λαϊκή δημιουργία, που καταδικάζεται ως «βάρβαρη» κι «αντιπαραγωγική», μετατρεπόμενη σε ελεγχόμενη μορφή μαζικής εκτόνωσης αποδεικνύεται χρήσιμη, αν όχι απαραίτητη, για τη διατήρηση κάποιας «ισορροπίας» και τελικά, της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.

Το επαναστατικό κάψιμο του Καρνάβαλου στην πλατεία της πόλης, αντικαθίσταται από μια φανταχτερή πομπή, που δεν είναι άλλο, παρά επίδειξη του πλούτου των ισχυρών. Η φολκλορική αναβίωση του καρναβαλιού το ακρωτηριάζει. Η γιορτή περιορίζεται ολοένα σε στενότερα πλαίσια, για να καταλήξει στο χώρο του ιδιωτικού, στραγγισμένη από τη συλλογική, κοινοτική της ουσία.

Το καρναβάλι, ωστόσο, συνιστά έναν πλήρη κόσμο, ο οποίος υπάρχει και διαμορφώνεται σε αλληλεπίδραση με τον κόσμο της καθημερινότητας κι επιδρά βαθιά στον άνθρωπο. Βρίσκεται πάντα κάπου στα βάθη της συνείδησής μας και στο παρελθόν μας και το βλέπουμε να ξεπροβάλλει κάποτε, σε διάφορα επίπεδα της ανθρώπινης δραστηριότητας κι έκφρασης, από τις καθημερινές μας πράξεις και τον καθημερινό μας λόγο, μέχρι την τέχνη και τη φιλοσοφία. Το καρναβάλι διαπερνά τον άνθρωπο από τη ύλη ως το πνεύμα του. Συνεπώς, η κάθε αναφορά σε αυτό δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα μικρό, ανοιχτό κομμάτι της μεγάλης, αέναης και πολύπλευρης συλλογικής δημιουργίας.

Το λαϊκό γέλιο, αυτή η αστείρευτη πηγή επαναστατικής δημιουργικότητας, θα αφυπνιστεί κάποτε, από την ίδια βαθύτερη ανάγκη του λαϊκού σώματος, που το γέννησε. Απέναντι στο ατομικό, θα ξεδιπλωθεί και πάλι το συλλογικό:

«…Σήμερα, η γιορτή –εφήμερη, αλλά έντονα βιωμένη άλλοτε πραγμάτωση της ουτοπίας- έγινε η ίδια μια απραγματοποίητη ουτοπία: ένα χιμαιρικό ιδεολόγημα ή ένας αντικατοπτρισμός που μάταια λαχταρούν ν’ αγγίξουν οι αμήχανοι καιροί μας. Άλλα ίσως ακόμα να υποβάλλουν πως η γιορτή αποτελεί αν όχι μιαν «άφθαρτη κατηγορία του πολιτισμού», τουλάχιστο μια ασίγαστη ανάγκη του ανθρώπου: μια ανάγκη ριζωμένη στο σώμα και στην ψυχή μας, στην ίδια την ψυχοσωματική μας ενότητα, που μας σπρώχνει περιοδικά ν’ αναζητήσουμε μια διαφορετική σχέση με τους άλλους και με τον κόσμο, μια οικειότερη, βαθύτερη και πιο ελεύθερη επικοινωνία – με δυο λόγια μια μορφή κοινότητας» (Γιάννης Κιουρτσάκης, 1985, Καρναβάλι και Καραγκιόζης. Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου)

 

Γελωτοποιός

Δημοσιεύτηκε και στο έντυπο “Αγκάθι”, φύλλο 1, Μάρτιος 2016

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *